θετήρ

θετήρ
θετήρ
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θετήρ — θετήρ, ήρος, ὁ (Α) [τίθημι] τολμηρός, δραστήριος …   Dictionary of Greek

  • θετῆρες — θετήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμνοθετήρ — ῆρος, ὁ, Α ὑμνοθέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + θετήρ (< τίθημι), πρβλ. ἀθλο θετήρ] …   Dictionary of Greek

  • αθλοθετήρ — ἀθλοθετὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο αθλοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλον + θετὴρ < τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”